- τριανταφυλλένιος
- α, ο1) розовый, из роз; 2) розовый (о цвете);
με τριανταφυλλένια μάγουλα — розовощёкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με τριανταφυλλένια μάγουλα — розовощёкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριανταφυλλένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα: Σταυρός τριανταφυλλένιος. 2. αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, ροζ: Τριανταφυλλένια χείλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριανταφυλλένιος — α, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα 2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
τριανταφυλλής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, τριανταφυλλένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)